συνεπιθωΰσσω

English (LSJ)

halloo so as to cheer on together, Plu.2.757d.

French (Bailly abrégé)

exciter par ses cris.
Étymologie: σύν, ἐπιθωΰσσω.

German (Pape)

mit od. zugleich zurufen, ἐλάφους, Plut. amator. 14.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιθωΰσσω: одновременно скликать, призывать (δορκάδας καὶ λαγωούς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιθωΰσσω: διὰ φωνῶν συμπαρορμῶ, θηρεύουσιν ἀγρότερός τις συνεπιθωΰσσει καὶ συνεξορμᾷ θεὸς Πλούτ. 2. 757D.

Greek Monolingual

Α
παρορμώ, παροτρύνω με φωνές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιθωΰσσω «φωνάζω, παροτρύνω»].