συνεπιστενάζω

English (LSJ)

groan at or over together, Epict.Ench.16; ταῖς ἀλγηδόσιν Diog.Oen. 61.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιστενάζω: ἐπιστενάζω ὁμοῦ, στενάζω ἐπί τινι ὁμοῦ, μὴ ὄκνει καὶ συνεπιστενάξαι Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 16.

Greek Monolingual

Α ἐπιστενάζω
στενάζω για κάτι μαζί με άλλον.

German (Pape)

(στενάζω), mit, zugleich dabei od. darüber seufzen, Epict. man. 16.