συνεστίαση

Greek Monolingual

η / συνεστίασις, -άσεως, ΝΜΑ, και συνεστίη Α συνεστιῶ
το να μετέχει κάποιος στο ίδιο γεύμα, να παρακάθεται σε γεύμα μαζί με άλλους
νεοελλ.
γεύμα με πολλούς καλεσμένους.