συνεστίη

Greek (Liddell-Scott)

συνεστίη: ἴδε συνεστώ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ιων. τ. βλ. συνεστίαση.

Russian (Dvoretsky)

συνεστίη: ἡ (общее) пиршество Her.

German (Pape)

ἡ, der gemeinschaftliche Schmaus, Her. 6.128, wo v.l. ist συνεστώ, das Zusammensein.