και συνησσῶμαι, -άομαι, ΜΑηττώμαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἡττῶμαι «νικιέμαι, βγαίνω ηττημένος» (< ἥττων «κατώτερος, υποδεέστερος»)].