συντροφεύω

Greek Monolingual

Ν σύντροφος
1. κάνω συντροφιά ή συνοδεύω κάποιον (α. «του ζήτησα να μέ συντροφέψει στο διάβασμα» β. «θα μέ συντροφέψει στο ταξίδι»)
2. (αμτβ.) συνεταιρίζομαι.