συνωχαδόν
English (LSJ)
Adv., (συνέχω) poet. for συνοχηδόν, of time, perpetually, continually, Hes.Th.690, Q.S.14.517.—On the form, v. A.D. Adv.196.14.
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière continue, immédiatement, aussitôt.
Étymologie: συνέχω, -δον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνωχαδόν poët. voor συνοχηδόν.
German (Pape)
adv., poet. statt συνοχηδόν, von der Zeit, anhaltend, in Einem fort, Hes. Th. 690, od. alsobald, sogleich; vgl. Lobeck Phryn. 701; einzeln bei sp.D., wie Qu.Sm. 14.517.
Russian (Dvoretsky)
συνωχᾰδόν: adv. συνέχω непрерывно, постоянно или тотчас же Hes.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (ποιητ. τ.) χρον. συνεχώς, αδιάκοπα, αδιάλειπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θ. ωχ- της εκτεταμένης - ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. ἔχω + επιρρμ. κατάλ. -αδόν (πρβλ. ὠμαδόν)].
Greek Monotonic
συνωχᾰδόν: επίρρ. (συνέχω), ποιητ. αντί συνοχηδόν, λέγεται για χρόνο, συνεχώς, αδιαλείπτως, διαρκώς, αδιάκοπα, σε Ησίοδ.
Greek (Liddell-Scott)
συνωχᾰδόν: Ἐπίρρ. (συνέχω) ποιητ. ἀντὶ συνοχηδόν, ἐπὶ χρόνου, συνεχῶς, διαρκῶς, ἀδιακόπως, Ἡσ. Θ. 690, Κόϊντ. Σμ. 14. 517· ― κατ’ ἄλλους, τοῦ λοιποῦ, ἐν τῷ μέλλοντι εὐθύς. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Α. Β. 609, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 701.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adv.
Meaning: continuously (Hes. Th. 390, Q. S.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prob. from ἔχω.
Middle Liddell
συνέχω poet. for συνοχηδόν
of time, perpetually, continually, Hes.