συσκοτίζω: συσκοτάζω, Κ. Μανασσ. Χρον. ΙΧ, σ. 44.
ΝΜ σκοτίζωκαθιστώ κάτι εντελώς σκοτεινόνεοελλ.μτφ. καθιστώ κάτι ασαφές, δημιουργώ σύγχυση («η κατάθεση του μάρτυρα συσκότισε την υπόθεση»).