συσπώ
Greek Monolingual
συσπῶ, -άω, ΝΑ σπῶ
νεοελλ.
μέσ. συσπώμαι, -άομαι
(για μυ) υφίσταμαι ακούσια συστολή
αρχ.
1. συστέλλω, μαζεύω («συνέσπακε τὰς ὀφρῡς», Λουκιαν.)
2. συρράπτω («τὰς διφθέρας συνῆγον καὶ συνέσπων», Ξεν.)
3. μέσ. σύρω μαζί μου
4. παθ. μαζεύομαι, ζαρώνω («συνεσπασμένους ὑπὸ νόσου», Διογ. Λαέρ.)
5. φρ. «λόγοι ἰσχνοί καὶ συνεσπασμένοι» — λόγια ξερά και συνεσταλμένα (Δίον. Αλ.).