συσσωματώνω

Greek Monolingual

Ν
1. συνενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα σε ένα σώμα, σε μία μάζα
2. ενώνω ανθρώπους σε στενή συνεργασία για να υηρετήσουν έναν σκοπό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + σώμα, σώματος. Η λ., στον λόγιο τ. συσσωματῶ, μαρτυρείται από το 1826 στα Έγγραφα Ελληνικής Κυβερνήσεως].