σφηκωνεύς

English (LSJ)

-έως, ὁ, = σφηκίον 1, Arist. l.c. (s. v.l.).

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
(πιθ. γρφ. στον Αριστοτ.) κυψελίδιο στη φωλιά τών σφηκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφηκών + επίθημα -εύς].