σφραγιδογραφία

Greek Monolingual

η, Ν
αποτύπωση σφραγίδας σε έγγραφο ή σε αντικείμενο αντί υπογραφής ή σήματος ιδιοκτησίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίδα + -γραφία].