ο / σχίδαξ, -ακος, ΝΜΑη σχίζανεοελλ.μικρό και αιχμηρό θραύσμα οστούμουσ. ράβδος κιγκλιδώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχιδ- του σχίζω + επίθημα -αξ, -ακ-ος (πρβλ. κάμαξ, χάραξ)].