[Seite 1053] ὁ, = σχάσις. Auch = Vor., Hippocr.
σχασμός: -οῦ, ὁ, = σχάσις, σικύας μετὰ σχασμοῦ Θεοφάν. Νόνν. τ. 2, σ. 162.
ὁ, Μ σχάζωεγχάραξη σε δένδρο, σχάσις.