εγχάραξη

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐγχάραξις)
το να εγχαράσσει κανείς κάτι πάνω σε σκληρό υλικό
αρχ.
διάνοιξη εδάφους, αυλάκι.