σχελίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, mostly in plural σχελίδες, ribs of beef, A.Fr.443, Ar. Eq.362 (cf. Sch.ad loc., Hsch.), Fr.253; σ. ὁλόκνημοι Pherecr.108.13, cf. Luc.Lex.6; also κάπρου σχελίδες cj. Mein. in Archipp.11.3 (lyr.); σ. λαγωῶν Poll.6.33:—later written σκελίδες, ὑῶν sides of bacon, D.Chr.7.44, cf. PSI4.428.5 (iii B.C.), and so prob. in Poll.2.193.

German (Pape)

[Seite 1054] ίδος, ἡ, att. statt σκελίς; Aesch. frg. 342; σχελίδας ἐδηδοκὼς ὠνήσομαι μέταλλα, Ar. Equ. 362, Schol. βοὸς πλευρὰ ἢ ἁπλῶς τὰ πλευρικά; vgl. Luc. Lexiph. 6.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχελίς -ίδος, ἡ [zie σκέλος] karbonade.

Russian (Dvoretsky)

σχελίς: ίδος (ῐδ) ἡ ребро (животного), pl. грудинка (преимущ. говяжья) Aesch., Arph., Luc.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
βλ. σκελίδα.

Greek Monotonic

σχελίς: -ίδος, ἡ, κατά κανόνα στον πληθ. σχελίδες, κομμάτια βοδινού κρέατος από τα πλευρά του σφαγίου, παϊδάκια, χοιρομέρι, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σχελίς: -ίδος, ἡ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. σχελίδες, ἐπιμήκη τεμάχη κρεῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 342, Ἀριστοφ. Ἱππ. 362, Ἀποσπ. 249 σχελίδες ὁλόκνημοι Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 13, πρβλ. Λουκ. Λεξιφάν. 6· ― ὡσαύτως, σχ. ὑῶν, χοίρων, Δίωνος Χρυσ. Λογ. 7, σ. 236. ΙΙ. σκελὶς παρὰ μεταγεν. ἀντὶ ἄγλις, κοινῶς «σκελίδα», «καὶ βρέχε μίαν σκελίδα σκόρδου εἰς αὐτὸ τὸ παχὺ» Ἀγαπίου Γεωπον. 144. (Ἡ ἐκ τοῦ σκέλος ἐτυμολογία δὲν συνάδει πρὸς τὴν σημασίαν ἣν εἰς τὴν λέξιν ἀποδίδουσιν οἱ Γραμματ.· ― «σχελίδας· βοὸς πλευρά, ἢ ἁπλῶς τὰ πλευρικὰ τῶν βοῶν» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Ἡσύχ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: meaning vacillating, approx. rib of beef, thigh-bone, side of bacon, after H. = τὸ ἀπὸ τῆς ῥάχεως ἕως τοῦ ὑπογαστρίου, also = κρέα ἐπιμήκη τετμημένα.
Other forms: mostly pl. -ίδες (A. Fr. 443 = 724 M.[?], com., Luc., Poll.); σκελίς, pl. -ίδες (pap. IIIa, D. Chr., Poll.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: Generally taken to σκέλος, semant. not impossible, but certainly not correct; the aspirated form would have to be secondary (Hiersche Ten. asp. 217). As however in σκέλος the writing σκ- is fixed (σχέλος only in an inscr. Delos IIIa), the aspirate in σχελίς, not counting the oldest attestations, is surprising. Then σκελίδες innovation after σκέλος? -- The variation is the one usual in Pre-Greek (not in Furnée).

Middle Liddell

σχελίς, ίδος, ἡ,
ribs of beef, Ar.

Frisk Etymology German

σχελίς: {skhelís}
Forms: meist pl. -ίδες (A. Fr. 443 = 724 M.[?], Kom., Luk., Poll.), σκελίς, pl. -ίδες (Pap. IIIa, D. Chr., Poll.)
Grammar: f.
Meaning: Bed. schwankend, etwa Rippenfleisch, Keule, Speckseite, nach H. = τὸ ἀπὸ τῆς ῥάχεως ἕως τοῦ ὑπογαστρίου, auch = κρέα ἐπιμήκη τετμημένα.
Etymology: Allgemein zu σκέλος gezogen, semantisch wohl nicht unmöglich, aber gewiß nicht ganz zutreffend; dabei muß die aspirierte Form sekundär sein (Hiersche Ten. asp. 217). Da aber in σκέλος die Schreibung σκ- fest ist (σχέλος nur in einer Inschr. Delos IIIa), ist das aspirierte σχελίς, ausgerechnet in den ältesten Belegen, etwas befremdlich. Somit umgekehrt σκελίδες Neuerung nach σκέλος für das undurchsichtige und unerklärte σχελίδες?
Page 2,837-838