σχιδανόπους

English (LSJ)

= σχιζόπους (q.v.), Arist.Frr.345,al.

German (Pape)

[Seite 1056] ὁ, ἡ, = σχιζόπους, Ath. IX, 397 b aus Arist.

Russian (Dvoretsky)

σχῐδᾰνόπους: 2, gen. ποδος Arst. = σχιζόπους.

Greek (Liddell-Scott)

σχῐδᾰνόπους: ὁ, ἡ, = σχιζόπους, Ἀριστ. Ἀποσπ. 269, 270, 272. 274, 275.

Greek Monolingual

-ουν, Α
σχιζόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο σχιδανός (< θ. σχιδ- του σχίζω, πρβλ. πιθανός) + πούς, ποδός «πόδι»].