σχιζομύκητες

Greek Monolingual

οι, Ν
(μικρβλ.) (παλαιότερα) συνομοταξία η οποία περιλάμβανε όλα τα βακτήρια με την παραδοσιακή έννοια του όρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. schiromycetes (< σχίζω + μύκης, -ητος). Η λ. σχιζομύκητες μαρτυρείται από το 1881 στον Ηρ. Μητσόπουλο].