σχιζοτριχία

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. απόσχιση τών τριχών του κεφαλιού στο άκρο τους, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η περαιτέρω ανάπτυξή τους, κν. ψαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχίζω + -τριχία (< -τριχος < θριξ, τριχός)].