απόσχιση
From LSJ
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
Greek Monolingual
η (AM ἀπόσχισις)
βίαιη απόσπαση, αποχωρισμός
νεοελλ.
η αποχώρηση κάποιου από την πολιτική παράταξη στην οποία ανήκει ή η μεταπήδηση του σε άλλη πολιτική παράταξη, η αποσκίρτηση
αρχ.
(για φλέβες) διαίρεση, διακλάδωση.