απόσχιση

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539

Greek Monolingual

η (AM ἀπόσχισις)
βίαιη απόσπαση, αποχωρισμός
νεοελλ.
η αποχώρηση κάποιου από την πολιτική παράταξη στην οποία ανήκει ή η μεταπήδηση του σε άλλη πολιτική παράταξη, η αποσκίρτηση
αρχ.
(για φλέβες) διαίρεση, διακλάδωση.