σχιστότητα

Greek Monolingual

η, Ν σχιστός
1. η ιδιότητα ενός αντικειμένου να σχίζεται
2. (πετρογρ.) η ιδιότητα ορισμένων μεταμορφωμένων πετρωμάτων να εμφανίζουν φυλλοποίηση, δηλαδή επαναλαμβανόμενη λεπίωση, ως συνέπεια της παράλληλης διάταξης τών πλακωδών και σανιδόμορφων ορυκτών συστατικών.