συνέπεια

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέπεια Medium diacritics: συνέπεια Low diacritics: συνέπεια Capitals: ΣΥΝΕΠΕΙΑ
Transliteration A: synépeia Transliteration B: synepeia Transliteration C: synepeia Beta Code: sune/peia

English (LSJ)

ἡ, (ἔπος) connection of words or verses, D.H.Comp.23 (v.l. συνέχεια), A.D.Synt.41.25; acc. sg. συνεπ[ει]αν is dub. l. in Phld.Po.2.28.

German (Pape)

[Seite 1016] ἡ, der Zusammenhang der Worte, der Context, D. Hal. de C. V. 23 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνέπεια: ἡ, (ἔπος) συναφή, συνειρμὸς λέξεων ἢ στίχων Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 23 (ἕτεροι συνέχεια), Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 41· «τί ἐστι συνέπεια; ἡ σύμφρασις καὶ συνακολούθησις τοῦ λόγου» Σχόλ. εἰς Διονύσ. ἐν Viloison Ἀνεκδ. τ. 2, σ. 112, 13, κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. επακολούθημα, αποτέλεσμα, απόρροια, επίπτωση (α. «η έντονη κούραση είναι συνέπεια της αρρώστιας του» β. «ευτυχώς που η συμπεριφορά του δεν είχε συνέπειες στη βαθμολογία του»)
2. λογική ακολουθία
3. το να είναι κανείς πιστός στον λόγο, στις υποχρεώσεις ή στο καθήκον του
4. φρ. «κατά συνέπεια» — σύμφωνα με τη φυσική εξέλιξη τών πραγμάτων, συνεπώς, επομένως
μσν.-αρχ.
σύνδεση, συνειρμός τών λέξεων ή τών στίχων («τί ἔστι συνέπεια; ἡ σύμφρασις καὶ συνακολούθησις τοῦ λόγου», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -έπεια (< -επής < ἔπος), πρβλ. αρτιέπεια].