ἡ, flower of σχοῖνος, Hippiatr.129.54.
σχοινάνθη: σχοίνανθος, ἴδε σχοῖνος.
ἡ, ΜΑτο άνθος του σχοίνου.[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + ἄνθη «άνθηση» (< ἄνθος), πρβλ. ἀμπελάνθη].