άνθηση

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Greek Monolingual

η (Α ἄνθησις)
1. το να βγάζει άνθη ένα φυτό
2. το να είναι ένας τόπος ανθισμένος, γεμάτος ανθισμένα φυτά
νεοελλ.
η ακμή, η εξαιρετική ανάπτυξη («η άνθηση του πολιτισμού»).