άνθηση

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

η (Α ἄνθησις)
1. το να βγάζει άνθη ένα φυτό
2. το να είναι ένας τόπος ανθισμένος, γεμάτος ανθισμένα φυτά
νεοελλ.
η ακμή, η εξαιρετική ανάπτυξη («η άνθηση του πολιτισμού»).