Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άνθηση

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν τῶν ὑπαρχόντων κρατεῖν → Opes tenere, non teneri opibus iuvat → Am besten hast du jede Lage fest im Griff | Am liebsten Herr sein über das Vorhandene

Menander, Monostichoi, 206

Greek Monolingual

η (Α ἄνθησις)
1. το να βγάζει άνθη ένα φυτό
2. το να είναι ένας τόπος ανθισμένος, γεμάτος ανθισμένα φυτά
νεοελλ.
η ακμή, η εξαιρετική ανάπτυξη («η άνθηση του πολιτισμού»).