σχοινιοστρόφος
English (LSJ)
ὁ,
A rope-maker, Poll.7.160; cf. σχοινοστρόφος.
2 water-drawer, Sch.Ar.Ra.1332.
II σχοινιόστροφον, τό, = ἵππουρις (horsetail), Ps.-Dsc.4.46.
2 = κάνναβις ἥμερος (Cannabis sativa), Id.3.148.
German (Pape)
[Seite 1056] Il Stricke drehend. – 2) das Brunnenseil drehend u. damit Wasser schöpfend, Schol. Ar. Ran. 1332.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινιοστρόφος: ὁ, ὁ στρέφων, κατασκευάζων σχοινία, Πολυδ. Z΄, 160. 2) ὁ ἀντλῶν ὕδωρ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1297. ΙΙ. σχοινιόστροφον, τό, φυτόν τι, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 4. 46.
Greek Monolingual
και σχοινοστρόφος, ὁ, Α
1. αυτός που συστρέφει σχοινιά, ο σχοινοπλόκος
2. αυτός που περιστρέφει σχοινί για την άντληση νερού
3. (κατ' επέκτ.) αυτός που αντλεί νερό
4. το φυτό κάναβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοινίον / σχοῖνος + -στροφος (< στρέφω)].
Translations
Cannabis sativa
Afrikaans: daggaplant; Arabic: قِنَّب هِنْدِيّ; Chinese Cantonese: 大麻; Hokkien: 大麻; Mandarin: 大麻, 線麻, 线麻; Coptic: ⲉⲣⲃⲓⲥⲓ; Czech: konopí; Danish: cannabis; Esperanto: kanabo; Finnish: hamppu; German: Hanf, Cannabis; Ancient Greek: κάνναβις ἥμερος, κάνναβις, γελωτόφυλλις, ἀστέριον, σχοινιοστρόφος; Hawaiian: paka lōlō; Latin: cannabis; Maori: taru rauhea; Norwegian Bokmål: hamp, cannabis, kannabis; Nynorsk: hamp, cannabis, kannabis; Scottish Gaelic: cainb, còrcach; Slovak: konopa; Spanish: cáñamo; Thai: กัญชา