σχοινόδετος

German (Pape)

[Seite 1057] mit Seilen gebunden, gefesselt, Nicet.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινόδετος: -ον, δεδεμένος διὰ σχοινίων, Νικήτ. Χρον. 86C, 200Α.

Greek Monolingual

-ον, Μ
δεμένος με σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος / σχοινί(ον) + δετός (< δένω)].