δετός

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δετός Medium diacritics: δετός Low diacritics: δετός Capitals: ΔΕΤΟΣ
Transliteration A: detós Transliteration B: detos Transliteration C: detos Beta Code: deto/s

English (LSJ)

δετή, δετόν,
A that may be bound, παλάμαι Opp.C.4.289.
II δετή, ἡ, faggot, καιόμεναι δεταί Il.11.554; torch, Ar.V.1361; also, fetter, and sheaf, Hsch.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 atado, compuesto de partes unidas del hombre, Gr.Naz.M.37.403A
subst. ὁ δ. haz σχοινίων συμμίκτων ... δητούς (sic) SB 1.5 (III d.C.).
2 que puede ser atado οὐχὶ δετὰς παλάμας ἔδεεν Διονύσου Opp.C.4.289, cf. Gr.Naz.M.37.403A, Hdn.Gr.1.216.1, Eust.976.43.

Greek (Liddell-Scott)

δετός: -ή, -όν, δεδεμένος, Γρηγ. Ναζιανζ. 403Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δετός, -ή, -όν) [δω (δέω)]
1. αυτός ο οποίος μπορεί να δεθεί ή να συνδεθεί
2. ο δεμένος, ο δέσμιος
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο δετός
είδος χορού που τον χορεύουν πολλοί μαζί συμπλέκοντας τα χέρια
2. (για το σώμα και τα σαρκώδη μέλη του) ο σφιχτοδεμένος, ο μη πλαδαρός
3. ο πυκνός, ο σφιχτός («δετό σιρόπι»)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. η δετή
δέσμη ξύλων, δαυλός από συνδεμένα ξύλα, δάδα, λαμπάδα.