σωληνάριο

Greek Monolingual

το / σωληνάριον, ΝΜΑ, και σωληνάρι και σουληνάρι Ν
μικρός σωλήνας
νεοελλ.
σωληνοειδής θήκη για φάρμακα, κρέμες και αλοιφές
μσν.
σωληνοειδής, κυλινδρική φαρέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, -ῆνος + κατάλ. -άριον (πρβλ. θηκάριον)].