Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σωματάρχης
Greek Monolingual
ο, Ν στρ.διοικητής σώματος στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ.<σώμα, -ατος+ -άρχης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. σωματάρχαι, μαρτυρείται από το 1821 στη διακήρυξη του Αλ. Υψηλάντη].