σωματοβόρος

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοβόρος: -ον, ὁ καταβιβρώσκων, ὁ καταστρέφων σώματα, σωτατοβόρων θηρίων Δωροθ. Ἐπιστ. σ. 746Β.

Greek Monolingual

-ον, Μ
σαρκοφάγος («ἄρχειν σωματοβόρων θηρίων», Δωρόθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -βόρος (< βορά), πρβλ. παιδοβόρος].