σωματομαχώ

Greek Monolingual

-έω, Α
αγωνίζομαι με κάποιον σε αθλητικό αγώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -μαχῶ (< -μαχος < μάχομαι), πρβλ. θηριομαχώ].