αγωνίζομαι
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
Greek Monolingual
(Α ἀγωνίζομαι)
1. συναγωνίζομαι σωματικά ή πνευματικά για τα πρωτεία, για βραβείο
2. διεξάγω αγώνα, μάχομαι σε πόλεμο, πολεμώ
3. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, μοχθώ, κοπιάζω
αρχ.
1. συζητώ έντονα, εριστικά, προβάλλοντας σοφιστικά επιχειρήματα, επιχειρηματολογώ
2. αγορεύω στο δικαστήριο, υπερασπίζομαι μια υπόθεση
3. επωφελούμαι από κάτι
4. εξασκούμαι
5. παθ. φέρομαι σε πέρας, διεξάγομαι, κρίνομαι σε αγώνα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγών.
ΠΑΡ. ἀγώνισμα, ἀγωνιστής
αρχ.
ἀγώνισις, ἀγωνισμός, ἀγωνιστήριον, ἀγωνιστικός.