θηριομαχώ

From LSJ

κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination

Source

Greek Monolingual

(Α θηριομαχῶ, -έω) θηριομάχος
μάχομαι με άγρια θηρία, αγωνίζομαι εναντίον θηρίων.