σωματομιξία

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτομιξία: ἡ, τὸ μιγνύναι τὰ σώματα, μῖξις, τῶν σωμάτων, Κ. Μανασ. Χρον. 5852.

Greek Monolingual

και σωματομειξία, ἡ, Μ
σαρκική μίξη, συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -μειξία (< -μεικτος < μείγνυμι), πρβλ. θυγατρομιξία].