ιξία

From LSJ

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source

Greek Monolingual

η (Α ἰξία) ιξός
νεοελλ.
γένος φυτών της οικογένειας ιριδίδες
αρχ.
1. ο ιξός
2. το φυτό χαμαιλέων ο λευκός
3. είδος κρητικού φυτού, η τραγάκανθα
4. ο κιρσός.