σωματοφόρος

English (LSJ)

σωματοφόρον, bearing a metallic substance, γῆ Olymp.Alch.p.71 B.

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοφόρος: -ον, ὁ σῶμαπτῶμα φέρων, Νικήτ. Δαυΐδ Παραφρ. Γρηγ. Ναζ. σ. 66, 19, ἔκδ. Drenk.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για τον Χριστό) αυτός που φέρει, που έχει σώμα
μσν.
αυτός που μεταφέρει νεκρό
αρχ.
(για έδαφος) αυτός που περιέχει μεταλλικές ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φόρος (< φέρω)].