σωματόμορφος

Greek Monolingual

-ον, Μ
με μορφή σωματική («οἱ σωματόμορφον τὸν Θεὸν δογματίσαντες», Αναστ. Σιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. γυναικόμορφος].