γυναικόμορφος
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
γυναικόμορφον, in woman's shape, ib.855, Ph.2.280.
Spanish (DGE)
(γῠναικόμορφος) -ον
que adopta forma de mujer νιν ... γυναικόμορφον ἀγόμενον δι' ἄστεως de Penteo humillado por Dioniso, E.Ba.855, cf. Sch.Ar.Nu.289, γ. ἰδέα Ph.2.280.
German (Pape)
[Seite 510] von weibischer Gestalt, Eur. Bacch. 855; Philo.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a les traits ou l'extérieur d'une femme.
Étymologie: γυνή, μορφή.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυναικόμορφος -ον [γυνή, μορφή] met het uiterlijk van een vrouw.
Russian (Dvoretsky)
γῠναικόμορφος: женоподобный, в образе женщины Eur.
Greek (Liddell-Scott)
γῠναικόμορφος: -ον, ἐν γυναικείᾳ μορφῇ, Εὐρ. Βάκχ. 855.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM γυναικόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή γυναίκας, αυτός που μοιάζει με γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -μορφος < μορφή (πρβλ. θηλύμορφος, ιππόμορφος)].
Greek Monotonic
γῠναικόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει τη μορφή της γυναίκας, σε Ευρ.
Middle Liddell
English (Woodhouse)
Léxico de magia
-ον que tiene forma de mujer de Selene γυναικόμορφε, θεά, δεσπότι Σελήνη, ποίησον τὸ δεῖνα πρᾶγμα diosa que tienes forma de mujer, soberana Selene, haz tal obra P XIII 1063