Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
σωματόπλασμα
Greek Monolingual
το, Ν βιολ. το σύνολο τών κυττάρων που αποτελούν τη μάζα του σώματος, εκτός από τα γεννητικά κύτταρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatoplasm (<σώμα, σώματος+πλάσμα)].