σωρηδόν
English (LSJ)
A Adv. by heaps, in heaps, Plb.1.34.5, AP7.713 (Antip.), LXX Wi.18.23.
2 in arithmetical progression, Theol.Ar.9.
German (Pape)
[Seite 1060] adv., haufenweise; Antipat. Sid. 47 (VII, 713); σωρηδὸν διεφθείροντο, Pol. 1, 34, 5; Sp., wie Luc. Tim. 3; τῶν πυρῶν σωρηδὸν κεχυμένων, Poll. 1, 51.
French (Bailly abrégé)
adv.
en tas, en monceau.
Étymologie: σωρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωρηδόν [σωρεύω] adv., op een hoop.
Russian (Dvoretsky)
σωρηδόν: adv. кучами, (целыми) массами Polyb., Luc., Anth.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
επίρρ. (κυριολ. και μτφ.) σε σωρούς, σε μεγάλο αριθμό ώστε να σχηματίζεται σωρός (α. «θηκάρια σωρηδόν ερριμμένα», Κάλβ.
β. «πῖπτον δ' αὖ σωρηδὸν ἄλλοι ἐπ' ἄλλω», Τζέτζ
γ. «σωρηδὸν ἐκ χειρῶν νόμῳ διεφθείροντο», Πολ.)
αρχ.
μαθημ. με αριθμητική πρόοδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σωρός + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].
Greek Monotonic
σωρηδόν: επίρρ., κατά σωρούς, σε σωρό, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
σωρηδόν: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, κατὰ σωρούς, ἐν σωρῷ, Πολύβ. 1. 34, 5, Ἀνθ. Π. 7. 713, κλπ.
Middle Liddell
by heaps, in heaps, Anth. [from σωρός