Doric for σύγγραφος.
σύγγροφος: ἡ, συγγραφή, ἔγγραφος, δηλ. συμφωνία, Ἐπιγρ. Ἑρμιόνης L. et F 159h.
ἡ, Α(δωρ. τ.) βλ. συγγραφος.