ἔγγραφος
ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh
English (LSJ)
ἔγγραφον, Dor. ἔγγροφος SIG712.35 (Crete),
A written, Plb.3.21.4, Luc.Herm.24, etc.; ἔγγραφα, τά, documents, OGI335.137 (Pergam.). Adv. ἐγγράφως = in writing Inscr.Prien.113.37 (i B. C.), J.BJ1.27.1, SIG880.68 (Pizus), Porph.Chr.27.
II enrolled, IG12.949.
III ἔγγραφοι πατέρες = the senators, Lat. patres conscripti, D.H.2.12.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἔνγροφος ICr.1.16.4.33 (Lato II a.C.)
• Grafía: en pap. e inscr. frec. graf. ἔνγ-
• Morfología: [gen. dór. ἐγγρόφω ICr.1.16.3.21]
I 1escrito, (puesto) por escrito esp. ref. todo tipo de documentos jurídicos ἐν αἷς (συνθήκαις) περὶ μὲν Ἰβηρίας οὐκ ἔφασαν ὑπάρχειν ἔγγραφον οὐδέν Plb.3.21.4, cf. 3.26.4, Plu.Per.8, περὶ τούτων τὰς πίστεις ἐ[γγ] ράφους παρατιθέ[ασι] ν OGI 335.135 (Pérgamo II a.C.), cf. Hld.10.12.4, μηνύσεις I.BI 1.535, cf. PWash.Univ.20.11 (IV d.C.), εἰσαγγελίαι IG 12(3).326.22 (Tera II d.C.), νόμοι Plu.2.227b, Porph.Marc.27, de disposiciones testamentarias, Luc.Nigr.30, κατὰ τήνδε τὴν δισσὴν ἔγγραφον ἀσφάλειαν SB 8007.2 (III/IV d.C.), χωρὶς ἐγγράφου ἀποχῆς PLugd.Bat.25.17.12 (IV d.C.), ἐντολή POxy.1881.7 (V d.C.), γεωργία ἔ. op. ἄγραφος, de la evangelización por medio de las Escrituras, Clem.Al.Strom.1.1.7
•neutr. subst. τὸ ἔγγραφον = escrito, texto o documento escrito esp. de tipo jurídico ICr.l.c., OGI 335.138 (Pérgamo II a.C.), Artem.2.32, Gr.Nyss.Hom.in Eccl.358.22, Anon.in EN 245.30, κατὰ τὰ περὶ τῶν ... ἀδικούντων τὸν δῆμον ἔγγραφα SEG 33.1039.90 (Cime II a.C.), βυβλίων, δέλτων, γραμμάτων, ἐνγράφων SEG 39.1180.63 (Éfeso I d.C.)
•tb. copia, duplicado de un documento, guardada en archivos públicos καθ' ἃ ἐν τῷ δι' ἀρχείου ἐγγράφῳ δεδήλωται Didyma 111.7 (II d.C.), cf. Milet 6(2).564.11 (II d.C.).
2 en lit. jud.-crist. escrito en la Biblia de los Mandamientos αἱ ἐντολαὶ αἱ ἔγγραφοι Clem.Al.Strom.5.6.38, προφητεία Meth.Symp.260, χρησμοί Eus.PE 1.4.1, ἀποδείξεις op. ἄγραφος Basil.Spir.67.12
•neutr. subst. τὰ ἔγγραφα las Escrituras τὰ θεῖα ἔγγραφα Eus.Marcell.1.1 (p.8), τὰ ἔγγραφα τοῦ νόμου Cyr.H.Catech.18.11.
3 estriado, rayado, escrito σῦκα Gp.10.47.
II de pers.
1 alistado, enrolado de los voluntarios no ciudadanos atenienses en la guerra del Peloponeso, dud. en IG 13.1184.76 (V a.C.).
2 inscrito, registrado ἔγγραφοι πατέρες = patres conscripti en el Senado rom., D.H.2.12
•crist. ref. a los actos humanos νηστεία Herm.Sim.5.3.8, ἔγγραφοι ἐγένοντο ἀπὸ τοῦ θεοῦ ἐν τῷ μνημοσύνῳ αὐτοῦ los que confiaron en el Señor, 1Ep.Clem.45.8.
III adv. ἐγγράφως
1 por escrito παρ[ακαλέσειν] ... τοὺς πολίτας IPr.113.37 (I a.C.), cf. Porph.Chr.27, ἐάν τινι [σ]υν[χωρήσῃ ἐν]γράφως ταφῆναι SEG 35.1429.3, παραδίδωμι SIG 880.68 (Pizo III d.C.), Anon.Prol.13.23, ἐκδίδωμι Corp.Herm.12.8, προσφωνεῖν POxy.3729.16 (IV d.C.), ἐπιστέλλειν PBeatty Panop.1.112 (III d.C.), ἐγγράφως ποιεῖν ... ὡς Iul.Ascal.13.2.
2 mediante contrato escrito op. ἀγράφως PMerton 91.10, 15 (IV d.C.).
3 en lit. jud.-crist. en o mediante las Escrituras ἐπὶ τὴν ἀλήθειαν τὴν ἐγγράφως τὰ ἄγραφα δηλοῦσαν Clem.Al.Strom.1.1.10, τὸ πνεῦμα ἐγγράφως φησίν Ath.Al.Gent.7.
German (Pape)
[Seite 701] = ἔγγραπτος; Pol. 3, 21, 4; ἀναλγησίαν ἔγγραφον ὁμολογοῦσιν Luc. Nigr. 30. – Adv., N.T. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inscrit, consigné par écrit.
Étymologie: ἐγγράφω.
Russian (Dvoretsky)
ἔγγρᾰφος: Arst., Polyb., Plut. = ἔγγραπτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγγρᾰφος: -ον, γραπτός, γεγραμμένος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 415, Πολύβ. 3. 21, 4, κτλ. - Ἐπίρρ. ἐγγράφως Κλήμ Ἀλ. 564. ΙΙ. καταγεγραμμένος εἰς τὸν κατάλογον, ἐγγεγραμμένος, Συλλογ. Ἐπιγρ. 171. ΙΙ. 23.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔγγραφος, -ον)
1. γραμμένος, γραπτός («έγγραφη βεβαίωση»)
2. το ουδ. ως ουσ. το έγγραφο(ν)
γραπτή διατύπωση πράξης ή συμφωνίας που αναφέρει, βεβαιώνει ή αποδεικνύει κάτι
νεοελλ.
φρ. α) «δημόσιο έγγραφο» — αυτό που εκδίδεται από την αρμόδια κρατική αρχή και απευθύνεται σε άλλη αρχή ή πολίτες
β) «ιδιωτικό έγγραφο» — αυτό που εκδίδει ιδιώτης και δεν ανταποκρίνεται στους καθορισμένους νόμιμους τύπους που διασφαλίζουν το κύρος του
γ) «πρωτότυπο έγγραφο» — το πρώτο που εκδίδει και υπογράφει ο εκδότης
δ) «διπλωματικά έγγραφα» — αυτά που αναφέρονται στις διεθνείς σχέσεις του κράτους
μσν.
ἔγγραφον
κατάλογος, κατάστιχο
αρχ.
1. ο γραμμένος στον κατάλογο
2. ο διατυπωμένος σε επίσημο γραπτό πρακτικό.