σύγκαμμα

English (LSJ)

-ατος, τό, dat. pl. συγκάμμασι (-κλάσμασι cod.), gloss on λυγίς μασι, Hsch. (fr. συγκάμπτω).

Greek Monolingual

-ἀμματος, τὸ, Α συγκάμπτω
(κατά τον Ησύχ.) λύγισμα.