λύγισμα
Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt
English (LSJ)
-ατος, τό, sprain, Dsc.5.117; λυγίσμασι· συγκάμμασι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 67] τό, das Gewundene, Gekrümmte, Gedrehte, Sp. u. VLL.
Greek (Liddell-Scott)
λύγισμα: [ῠ], τό, κάμψις, στροφή, Ἡσύχ.· - ἐπὶ περιπλόκου μουσικῆς, Γρηγ. Ναζ. - Κατὰ Σουΐδ.: «λύγισμα, αἰσχρὰ φωνή, βδελυρὸν ᾆσμα, ὃ λέγουσιν Ἀλεξανδρεῖς».
Greek Monolingual
το (AM λύγισμα, Μ και λύγισμαν) λυγίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λυγίζω, κύρτωση, κάμψη, καμπύλωση («λύγισμα της μέσης»)
2. εναλλαγή, τσάκισμα της φωνής στο τραγούδι
νεοελλ.
υποχώρηση σε δυσκολίες
νεοελλ.-μσν.
1. χαριτωμένη, φιλάρεσκη κίνηση του σώματος, ακκισμός, νάζι («με σείσμα και με λύγισμα τη σκάλα ν' ανεβαίνει» Πολίτ.)
2. (βυζ. μουσ.) ένα από τα σαράντα άφωνα σημεία ή τις μεγάλες υποστάσεις της αρχαίας σημειογραφίας της βυζαντινής μουσικής
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «λύγισμα αἰσχρά φωνή, βδελυρὸν ᾆσμα, ὃ λέγουσιν Ἀλεξανδρεῖς».