συγκάμπτω

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκάμπτω Medium diacritics: συγκάμπτω Low diacritics: συγκάμπτω Capitals: ΣΥΓΚΑΜΠΤΩ
Transliteration A: synkámptō Transliteration B: synkamptō Transliteration C: sygkampto Beta Code: sugka/mptw

English (LSJ)

bend, τὸ σκέλος Hp.Art.14, Pl. Phd.60b; συγκάμψας τὰν χῆρα καθ' ἕνα ἐκτείνειν τῶν δακτύλων IG42(1).121.28 (Epid., iv B.C.); of legs, arms, spine, etc., Diocl.Fr.141; τὸν νῶτόν τινων LXX Ps.68(69).24: intr., bend down, ib. 4 Ki.4.35:—Pass., opp. ἐκτείνεσθαι, X.Eq.12.5; συγκεκαμμένῳ τῷ σκέλει, of a person mounting a horse, ib.7.2; συγκεκαμμένος τοῖς δακτύλοις with the fingers doubled up. D.L.6.29; especially of the action of sitting down, συγκαμφθεὶς κάθημαι Pl.Phd. 98d, cf. Hp.Off.9, Arist.Pr.885b34; of the foetus in the womb, Id.HA586b1, Sor.2.60; of the chest in phthisis, Hp.Loc.Hom.14; of animals lying down with their knees bent under them, σ. ἡ βοῦς Arist.HA575a14:—in Pass. also, bend together with, ἐπιφανείας -εσθαι τοῖς σώμασιν Plu.2.63c.

German (Pape)

[Seite 964] zusammenbiegen, krümmen; συνέκαμψε τὸ σκέλος, Plat. Phaed. 60 b; συγκαμφθεὶς κάθ ημαι, 98 d; Xen. Equ. 7, 2; – med., τινί, Plut. discr. adul. et amic. 31.

French (Bailly abrégé)

Pass. ao. συνεκάμφθην, pf. part. συγκεκαμμένος;
contracter ou ramasser sur soi en courbant, en pliant.
Étymologie: σύν, κάμπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κάμπτω, Att. ook ξυγκάμπτω buigen, van benen; pass.. συγκαμφθείς κάθημαι ik zit met opgetrokken benen (in kleermakerszit) Plat. Phaed. 98d.

Russian (Dvoretsky)

συγκάμπτω: сгибать (τὸ σκέλος Plat.; πόδας ὥσπερ χεῖρας Arst.; τὸν νῶτόν τινος NT): συγκαμφθείς Plat. согнувшись; συγκεκαμμένος τοῖς δακτύλοις Diog. L. сжимая пальцы (в кулак).

Greek (Liddell-Scott)

συγκάμπτω: μέλλ. -ψω, κάμπτω ὁμοῦ, ἰδίως κάμπτω τὸ γόνυ, τὸ σκέλος Ἱππ. Ἀγμ. 791, Πλάτ. Φαίδων 60Β· τὸν νῶτόν τινος Ἑβδ. (Ψαλμ. ΞΗ΄, 22) · καὶ ἀμεταβ., συνέκαμψεν ἐπὶ τὸ παιδάριον αὐτόθι (Δ΄ Βασιλ. Δ΄, 35)· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ἀντίθετον τῷ ἐκτείνεσθαι, Ξενοφ. Ἱππ. 12, 5· συγκεκαμμένῳ τῷ σκέλει, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντος ἵππον, αὐτόθι 7. 2· συγκεκαμμένος τοῖς δακτύλοις, μὲ τοὺς δακτύλους συγκεκαμμένους, Διογ. Λ. 6, 29· μάλιστα ἐπὶ τοῦ καθίζεσθαι, ξυγκαμφθεὶς κάθημαι Πλάτ. Φαίδων 98D, πρβλ. Ἱππ. π. Ἰητρ. 743, Ἀριστ. Προβλ. 6, 3· ἐπὶ τοῦ ἐμβρύου ἐν τῇ μήτρᾳ, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 7. 8, 2· ἐπὶ ζῴων καθημένων μὲ τὰ γόνατα συγκεκαμμένα πρὸς τὰ ἔσω, σ. ἡ βοῦς αὐτόθι 6. 21, 1· πρβλ. συγκαθίζω ΙΙ.

English (Strong)

from σύν and κάμπτω; to bend together, i.e. (figuratively) to afflict: bow down.

English (Thayer)

(T WH συνκάμπτω (cf. σύν, II. at the end)): 1st aorist imperative σύγκαμψον; to bend together, to bend completely: τόν νῶτον τίνος (A. V. to bow down one's back) i. e. metaphorically, to subject one to error and hardness of heart, a figure taken from the bowing of the back by captives compelled to pass under the yoke, Xenophon, Plato, Aristotle, others.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ κάμπτω
κάμπτω, λυγίζω τα άκρα προς το ίδιο μέρος
αρχ.
1. (αμτβ.) λυγίζω προς τα κάτω («συγκαμφθεὶς κάθημαι», Πλάτ.)
2. μέσ. συγκάμπτομαι
λυγίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο («ἐπιφανείας συγκάμπτεσθαι τοῖς σώμασιν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

συγκάμπτω: μέλ. -ψω, λυγίζω μαζί με κάτι άλλο, λυγίζω τα γόνατα, σε Πλάτ. — Παθ., συγκεκαμμένῳ τῷ σκέλει, λέγεται για άνθρωπο που ετοιμάζεται να ιππεύσει άλογο, σε Ξεν.· επίσης, λέγεται για την πράξη του καθίσματος, ξυγκαμφθεὶς κάθημαι, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. ψω
to bend together, bend the knee, Plat.: Pass., συγκεκαμμένῳ τῷ σκέλει, of a person mounting a horse, Xen.: of the action of sitting down, ξυγκαμφθεὶς κάθημαι Plat.

Chinese

原文音譯:sugk£mptw 尋格-坎普拖
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-彎曲
字義溯源:一同彎曲,彎下,壓制;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(κάμπτω)*=屈)組成。參讀 (κάμπτω)同義字
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 願你⋯彎下(1) 羅11:10