σύγκλεισμα

English (LSJ)

-ατος, τό, border, LXX 3 Ki.7.29; cf. συγκλειστός 3.

German (Pape)

[Seite 968] τό, Verschluß, Verband, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκλεισμα: τό, περίκλεισμα, τὸ περικλεῖον οἰονεὶ περιθώριον, Ἑβδ. (Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 29)· πρβλ. συγκλειστὸς 3.

Greek Monolingual

τὸ, Α συγκλείω
αυτό που περικλείει κάτι («ἐπὶ τὰ συγκλείσματα αὐτῶν ἀναμέσον ἐξερχομένων λέοντες καὶ βόες», ΠΔ).