σύγκοιτις

English (LSJ)

ιδος, pecul. fem. of σύγκοιτος, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 968] ιδος, ἡ, bes. fem. zu συγκοιτος, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

σύγκοιτις: -ιδος, ἡ ἰδιότυπον θηλ. τοῦ ἑπομ., Γλωσσ.

Greek Monolingual

-οίτιδος, ἡ, Α
(ανώμαλος τ. θηλ.) βλ. σύγκοιτος.