σύγκοσμος
English (LSJ)
ὁ, fellow-κόσμος, at Praesus, SIG524.3 (iii B.C.), Historia5.226.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(στην Πραίσο της Κρήτης) αυτός που έχει μαζί με κάποιον άλλο το αξίωμα του διοικητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κόσμος (< κόσμος «ένας από τους δέκα ανώτατους άρχοντες τών δωρικών πολιτευμάτων στην Κρήτη»)].