[Seite 974] τό, Raub, Beute, Sp.
σύλημα: [ῡ], τό, λάφυρον, διαρπαγή, Θεόδ. Πρόδρ. 34Α.
τὸ, Μ συλῶ1. διαρπαγή2. λάφυρο.