σύσσηψις

English (LSJ)

-εως, ἡ, putrefaction, Arist.HA546b24, Gp.2.22.3.

German (Pape)

[Seite 1043] ἡ, das Mit-, Zusammenfaulen, Geopon.

Russian (Dvoretsky)

σύσσηψις: εως ἡ разложение, гниение Arst.

Greek (Liddell-Scott)

σύσσηψις: ἡ, σῆψις πολλῶν πραγμάτων ὁμοῦ, ἐξ ἰλύος καὶ συσσήψεως Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 15, 2, Γεωπ. 2. 2, 3., 23, 10.

Greek Monolingual

-ήψεως, ἡ, ΜΑ συσσήπω
η σήψη που γίνεται μαζί («φύονται... αὗται καὶ τἆλλα τὰ ὀστρακόδερμα ἐξ ἰλύος καὶ συσσήψεως», Αριστοτ.).